- ορθίως
- (Α ὀρθίως)επίρρ. βλ. όρθιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρθίως — ὄρθιος straight up adverbial ὄρθιος straight up masc acc pl (doric) ὄρθιος straight up adverbial ὄρθιος straight up masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρθιος — α, ο (ΑΜ ὄρθιος, ία, ον Α αττ. τ. θηλ. και ὄρθιος) [ορθός] 1. τεταμένος προς τα πάνω, ορθός, στητός, ευθυτενής 2. (για λίθους στην οικοδομή) τοποθετημένος κατά μήκος στον τοίχο, ώστε να φαίνεται η στενή πλευρά του 3. (για ζώα) αυτός που στέκει… … Dictionary of Greek
εσταότως — ἑσταότως (Α) επίρρ. επί ποδός, στο πόδι, ορθίως («ἑσταότως μὲν καλῶς ἀκουέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εσταώς, ότος τού ρ. ίστημι] … Dictionary of Greek
ορθοστάδην — ὀρθοστάδην (ΑΜ) επίρρ. σε όρθια στάση («καθεύδει ὀρθοστάδην», Αιλ.) αρχ. (για ασθενή) χωρίς να είναι αναγκασμένος να κατακλιθεί, που περνά την αρρώστια στο πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στάδην* «ορθίως, σε όρθια στάση» (πρβλ. ισο στάδην)] … Dictionary of Greek